καλόκαρδος — η, ο (Μ καλόκαρδος) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος 2. αυτός που έχει καλή καρδιά, καλή ψυχή, πονετικός, ευσπλαγχνικός. επίρρ... καλόκαρδα 1. με καλή καρδιά, εύθυμα 2. με καλοσύνη και προσήνεια, με συμπάθεια … Dictionary of Greek
αγαθόψυχος — η, ο καλόψυχος, καλόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + ψυχή] … Dictionary of Greek
αγγελόψυχος — η, ο αυτός που έχει ψυχή αγγέλου, καλόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ψυχή] … Dictionary of Greek
ανοιχτόκαρδος — η, ο καλόκαρδος, προσηνής, εύθυμος … Dictionary of Greek
γλυκόκαρδος — η, ο ο καλόκαρδος … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοκαρδίζω — (Μ καλοκαρδίζω) [καλόκαρδος] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον χαρούμενο, ευτυχισμένο 2. (αμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαρδισμένος, η, ο(ν) χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος νεοελλ. (με ειρωνική… … Dictionary of Greek
καλόψυχος — η, ο (AM καλόψυχος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός μσν. αρχ. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση. επίρρ... καλόψυχα (Μ καλόψυχα) νεοελλ. με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή μσν. σε καλή ψυχική… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek